ἐλαφόκρανος

ἐλαφόκρανος
ἐλᾰφό-κρᾱνος, ον,
A deer-headed,

ἵπποι Str.15.1.56

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαφόκρανος — ἐλαφόκρανος, ο (Α) αυτός τού οποίου το κεφάλι μοιάζει με τού ελαφιού («ἐλαφόκρανοι ἵπποι») …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφοκράνους — ἐλαφόκρανος deer headed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”